Friday, April 17, 2009

Speech at the seminar organized by POGO Women's Organization on Women in the EU

ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΤΗΣ ΕΡΑΤΩΣ ΚΟΖΑΚΟΥ-ΜΑΡΚΟΥΛΛΗ, ΤΕΩΣ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΣΕ ΣΕΜΙΝΑΡΙΟ ΤΗΣ ΠΟΓΟ ΜΕ ΘΕΜΑ “ΥΠΑΡΧΕΙ ΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗ ΓΥΝΑΙΚΑ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ;”, ΤΕΤΑΡΤΗ 8 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2009

Αγαπητές φίλες και φίλοι,

Σε λίγες μέρες θα γιορτάσουμε τα πέντε χρόνια από την ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα πολιτικά και οικονομικά οφέλη είναι εμφανή αλλά δεν είναι του παρόντος να τα συζητήσουμε. Στον κοινωνικό επίσης τομέα έχουν επέλθει πάρα πολλές αλλαγές στην Κύπρο ως αποτέλεσμα της ένταξης μας στην ΕΕ και της ανάγκης εναρμόνισης της νομοθεσίας μας με την Ευρωπαϊκή νομοθεσία σε θέματα όπως την απασχόληση, την προστασία των εργαζομένων, αλλά και την ισότητα των δύο φύλων, κάτι που είναι το θέμα της σημερινής μας συζήτησης. Θα ήθελα στο χρόνο που έχω στη διάθεση μου να αναπτύξω σε συντομία τρία βασικά θέματα που θα μας βοηθήσουν να απαντήσουμε το ερώτημα της σημερινής συζήτησης, δηλαδή το αν “ Υπάρχει θέση για τη γυναίκα στην Ευρωπαϊκή Ένωση;”

Συγκεκριμένα θα αναφερθώ πρώτα στην εξέλιξη του Κοινοτικού Δικαίου όσο αφορά την ισότητα των φύλων κατά τη διάρκεια των 52 χρόνων από την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στη συνέχεια θα αναφερθώ στον Χάρτη Πορείας για την ισότητα μεταξύ των φύλων (2006-2010) και στο τέλος θα ανασκοπήσουμε μαζί την κατάσταση που επικρατεί σήμερα στα 27 κράτη μέλη όσο αφορά την ισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών, αντλώντας από στοιχεία που δημοσιεύονται σε πρόσφατη έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

Ξεκινώντας από την εξέλιξη του Κοινοτικού Δικαίου θα πρέπει αρχικά να τονισθεί ότι όταν υπογράφηκε η Συνθήκη της Ρώμης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας το 1957, οι έξι ιδρυτικές χώρες αφιέρωσαν μόνο ένα άρθρο της Συνθήκης στην ισότητα των δύο φύλων. Η αρχική αυτή πρόνοια αφορούσε μόνο την αρχή της ίσης αμοιβής μεταξύ ανδρών και γυναικών για ίση εργασία και παρόλο ότι το κίνητρο ήταν καθαρά οικονομικό, με την πάροδο του χρόνου και ιδίως με βάση τη νομολογία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και τη σειρά οδηγιών και άλλων αποφάσεων που υιοθετήθηκαν από το 1975 μέχρι σήμερα, το θέμα της ισότητας των φύλων έχει αναχθεί σε μείζον κοινωνικό στόχο και βασική αρχή πάνω στην οποία εδράζεται η Ευρωπαϊκή Ένωση.

Η Συνθήκη του Άμστερνταμ που υιοθετήθηκε το 1999 ανάγει την ισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών σε μία από τις κύριες επιδιώξεις της Κοινότητας, με στόχο την εξάλειψη των ανισοτήτων και την προώθηση της ισότητας μεταξύ ανδρών και γυναικών σε όλες της δράσεις της Κοινότητας . Αυτή η υποχρέωση της Κοινότητας για ενσωμάτωση της διάστασης του φύλου, το λεγόμενο “gender mainstreaming”, έχει την έννοια ότι τόσο η Κοινότητα όσο κυρίως τα κράτη μέλη θα πρέπει να ενσωματώνουν το στόχο της ισότητας των δύο φύλων στις νομοθεσίες, τις πολιτικές, τους κανονισμούς, τις διοικητικές πράξεις και γενικά σε όλες τις δράσεις τους. Η Συνθήκη του Άμστερνταμ προβλέπει επίσης ότι η Κοινότητα έχει την αρμοδιότητα να δράσει για την καταπολέμηση διακρίσεων με βάση το φύλο, τη φυλή ή την εθνική καταγωγή, την θρησκεία ή πίστη, την αναπηρία καθώς και την ηλικία και τον σεξουαλικό προσανατολισμό. Αυτό το άρθρο της Συνθήκης αποτέλεσε τη βάση για την υιοθέτηση οδηγιών για την καταπολέμηση των διακρίσεων γενικά, αλλά και ειδικά για την καταπολέμηση των διακρίσεων με βάση το φύλο.

Ας δούμε όμως την ισχύουσα Κοινοτική Νομοθεσία στο θέμα της ισότητας των δύο φύλων, η οποία αποτελεί και εθνικό δίκαιο των κρατών μελών. Όπως ανάφερα προηγουμένως το άρθρο 119 της Συνθήκης της Ρώμης διασφαλίζει την αρχή ότι άνδρες και γυναίκες θα λαμβάνουν ίση αμοιβή για όμοια εργασία. Η Συνθήκη του Άμστερνταμ επαναλαμβάνει στο άρθρο 141 την πιο πάνω πρόνοια, με μια όμως σημαντική προσθήκη που καθιστά την ανάγκη μη διάκρισης με βάση το φύλο ακόμα πιο ξεκάθαρη. Συγκεκριμένα αναφέρει ότι κάθε κράτος μέλος θα διασφαλίσει την αρχή της ίσης αμοιβής ανδρών και γυναικών εργατών για όμοια εργασία ή εργασία ίσης αξίας. Όπως δηλαδή βλέπουμε προστέθηκε η έννοια της εργασίας ίσης αξίας. "Eργασία ίσης αξίας" σημαίνει την εργασία την οποία εκτελούν άνδρες και γυναίκες και είναι όμοιας φύσης μεταξύ τους ή κατ'ουσία όμοιας φύσης. Ο σκοπός της προσθήκης περί ίσης αμοιβής για εργασία ίσης αξίας ήταν να αποκαταστήσει την ιστορική διάκριση μεταξύ των δύο φύλων αναφορικά με την αμοιβή ή τις αποζημιώσεις των εργαζομένων σε γυναικεία επαγγέλματα, όπως, για παράδειγμα ήταν και συνεχίζει να είναι το επάγγελμα της βρεφοκόμου ή της γραμματέως, σε σύγκριση με τα θεωρούμενα ως κατ’ εξοχήν ανδρικά επαγγέλματα, όπως για παράδειγμα το επάγγελμα του οδηγού φορτηγών, ή του φορτοεκφορτωτή. Με βάση τη σημαντική αυτή προσθήκη, ο κάθε εργοδότης υποχρεούται να παρέχει σε άνδρες και γυναίκες που εργοδοτεί ίση αμοιβή για εργασία ίσης αξίας, ανεξάρτητα από το φύλο του εργοδοτούμενου.

Ας εξετάσουμε όμως επί τροχάδην τις κυριότερες οδηγίες που υιοθετήθηκαν από το 1975 μέχρι σήμερα οι οποίες μαζί με τις Συνθήκες και τη νομολογία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων αποτελούν το ισχύον Κοινοτικό Δίκαιο αναφορικά με την ισότητα των δύο φύλων.

Η οδηγία 75/117 αφορά την αρχή της ίσης αμοιβής ανδρών και γυναικών. Είναι η πρώτη φορά που σε οδηγία της ΕΕ προβλέπεται ότι η "αρχή της ισότητας των αμοιβών" για την ίδια εργασία ή για εργασία στην οποία αποδίδεται ίση αξία, συνεπάγεται την κατάργηση κάθε διακρίσεως βασιζομένης στο φύλο όσο αφορά τα επίπεδα και τους όρους αμοιβής. Όπως είδαμε η σημαντική αυτή πρόνοια ενσωματώθηκε 24 χρόνια αργότερα στην Συνθήκη του Άμστερνταμ.

Η οδηγία 76/207 αφορά την ίση μεταχείριση μεταξύ ανδρών και γυναικών στην απασχόληση, που αφορά επίσης και την πρόσβαση στην απασχόληση, την επαγγελματική κατάρτιση και την προαγωγή, καθώς και τις συνθήκες εργασίας, περιλαμβανομένων και των συνθηκών που διέπουν την απόλυση.

Η οδηγία 7/79 αφορά την ίση μεταχείριση ανδρών και γυναικών σε θέματα των εκ του νόμου συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης και απαγορεύει την άμεση ή έμμεση διάκριση που βασίζεται στο φύλο σε συσχετισμό ιδίως με την οικογενειακή κατάσταση και ιδιαίτερα όσον αφορά:
- το πεδίο εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικών ασφαλίσεων και τους όρους πρόσβασης στα συστήματα αυτά,
- την υποχρέωση καταβολής εισφορών και τον υπολογισμό των εισφορών,
- τον υπολογισμό των παροχών.
Η εν λόγω οδηγία εφαρμόζεται:
Πρώτο στα νομικά συστήματα που εξασφαλίζουν προστασία κατά των ακολούθων κινδύνων:
- ασθενείας,
- αναπηρίας,
- γήρατος,
- εργατικού ατυχήματος και επαγγελματικής ασθενείας,
- ανεργίας και
Δεύτερο στις διατάξεις που αφορούν την κοινωνική πρόνοια.

Η οδηγία 86/378 αφορά την εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών στα επαγγελματικά συστήματα κοινωνικής ασφάλισης. Ως «επαγγελματικά συστήματα κοινωνικής ασφάλισης» θεωρούνται τα συστήματα που δεν διέπονται από την προαναφερθείσα οδηγία 79/7/ΕΟΚ και που έχουν ως αντικείμενο τη χορήγηση στους εργαζόμενους, μισθωτούς ή αυτοαπασχολούμενους, στα πλαίσια μιας επιχείρησης ή ομάδας επιχειρήσεων, ενός οικονομικού κλάδου ή επαγγελματικού ή διεπαγγελματικού τομέα, παροχών που προορίζονται να συμπληρώνουν ή να υποκαθιστούν τις παροχές των εκ του νόμου συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης, είτε η υπαγωγή στα συστήματα αυτά είναι υποχρεωτική είτε προαιρετική.

Η οδηγία 86/613/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 11ης Δεκεμβρίου 1986 σχετικά με την εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών που ασκούν ανεξάρτητη δραστηριότητα, συμπεριλαμβανομένης της γεωργικής, καθώς και για την προστασία της μητρότητας.

Οδηγία 92/85 ΕΟΚ σχετικά με την εφαρμογή μέτρων που αποβλέπουν στη βελτίωση της υγείας και της ασφάλειας κατά την εργασία των εγκύων, λεχώνων και γαλουχουσών εργαζομένων. Όσο αφορά την άδεια μητρότητας η οδηγία προβλέπει ότι τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα μέτρα που απαιτούνται προκειμένου οι εργαζόμενες να δικαιούνται άδεια μητρότητας διάρκειας 14 συναπτών εβδομάδων τουλάχιστον, που κατανέμονται πριν ή/και μετά τον τοκετό, σύμφωνα με τις εθνικές νομοθεσίες ή/και πρακτικές. Η άδεια μητρότητας πρέπει να περιλαμβάνει υποχρεωτική άδεια μητρότητας δύο εβδομάδων τουλάχιστον, που κατανέμονται πριν ή/και μετά τον τοκετό, σύμφωνα με τις εθνικές νομοθεσίες ή/και πρακτικές. Προκειμένου να εξασφαλισθεί στις εργαζόμενες γυναίκες η άσκηση των δικαιωμάτων προστασίας της ασφάλειας και της υγείας της προβλέπεται ότι τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα μέτρα που απαιτούνται προκειμένου να απαγορευθεί η απόλυση των εργαζομένων γυναικών επί διάστημα εκτεινόμενο από την αρχή της εγκυμοσύνης τους ως το τέλος της άδειας μητρότητας. Διατηρούν επίσης το δικαίωμα να επιστρέψουν στην ίδια ή ανάλογη εργασία με όχι ολιγότερο ευνοϊκές συνθήκες και να απολαμβάνουν των πλεονεκτημάτων που τυχόν θα έχουν προκύψει στις συνθήκες εργασίας κατά τη διάρκεια της απουσίας τους. Επίσης διατηρούν το δικαίωμα διατήρησης αμοιβής ή/και το ευεργέτημα κατάλληλου επιδόματος. Δικαιούνται επίσης προστασίας σε θέματα υγείας και ασφάλειας, π. χ. να μην υποχρεούνται να εκτελούν νυκτερινή εργασία κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης τους, καθώς και επί ένα χρονικό διάστημα μετά τον τοκετό.

Οδηγία 96/34/ΕΚ σχετικά με την συμφωνία πλαίσιο για την γονική άδεια η οποία συνήφθηκε στις 14 Δεκεμβρίου 1995 από τις διεπαγγελματικές οργανώσεις γενικού χαρακτήρα. Η εν λόγω συμφωνία ορίζει τους ελάχιστους κανόνες για τη διευκόλυνση του συνδυασμού των επαγγελματικών και οικογενειακών ευθυνών των εργαζομένων γονέων και εφαρμόζεται σε όλους τους εργαζομένους, άνδρες και γυναίκες, που έχουν σύμβαση ή σχέση εργασίας προσδιοριζόμενη από τη νομοθεσία, τις συλλογικές συμβάσεις ή πρακτικές που ισχύουν σε κάθε κράτος μέλος. Δυνάμει της συμφωνίας-πλαισίου παρέχεται ατομικό δικαίωμα γονικής άδειας στους εργαζόμενους, άνδρες και γυναίκες, λόγω γέννησης ή υιοθεσίας παιδιού, ώστε να μπορέσουν να ασχοληθούν με το παιδί αυτό, τουλάχιστον επί τρεις μήνες, μέχρι μιας ορισμένης ηλικίας, η οποία μπορεί να φθάσει μέχρι τα 8 έτη και προσδιορίζεται από τα κράτη μέλη ή/και τους κοινωνικούς εταίρους.

Οδηγία 2004/113/ΕΚ για την εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών στην πρόσβαση σε αγαθά και υπηρεσίες και την παροχή αυτών, σκοπός της οποίας είναι να καθιερώσει ένα πλαίσιο για την καταπολέμηση των διακρίσεων λόγω φύλου εκτός της απασχόλησης, δηλαδή όσον αφορά την πρόσβαση σε αγαθά και υπηρεσίες, π.χ. πρόσβαση σε κατοικία, τραπεζικές και ασφαλιστικές υπηρεσίες, και την παροχή αυτών, με σκοπό να εφαρμόζεται ουσιαστικά στα κράτη μέλη η αρχή της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών. Για τους σκοπούς της εν λόγω οδηγίας, η αρχή της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών σημαίνει ότι:
α) δεν πρέπει να υπάρχουν άμεσες διακρίσεις λόγω φύλου, συμπεριλαμβανομένης της λιγότερο ευνοϊκής μεταχείρισης των γυναικών λόγω εγκυμοσύνης και μητρότητας,
β) δεν πρέπει να υπάρχουν έμμεσες διακρίσεις λόγω φύλου. Η παρενόχληση και η σεξουαλική παρενόχληση θεωρούνται ως διάκριση λόγω φύλου και, συνεπώς, απαγορεύονται.

Οδηγία 2006/54/ΕΚ για την εφαρμογή της αρχής των ίσων ευκαιριών και της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών σε θέματα εργασίας (αναδιατύπωση). Με την οδηγία αυτή οι υπάρχουσες πρόνοιες προηγούμενων οδηγιών που αφορούν την πρόσβαση στην απασχόληση, περιλαμβανομένης της προαγωγής και στην επαγγελματική κατάρτιση, καθώς επίσης και τις συνθήκες εργασίας, περιλαμβανομένης και της αμοιβής και των επαγγελματικών συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης επαναδιατυπώνονται σε μία οδηγία, στην οποία περιλαμβάνονται επίσης και πρόνοιες σχετικών αποφάσεων του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Περιλαμβάνονται επίσης πρόνοιες που αφορούν τις δικαστικές διαδικασίες για την επιβολή των υποχρεώσεων που απορρέουν από την σημαντική αυτή οδηγία, καθώς και τις θεραπείες και κυρώσεις που επιβάλλονται για την απώλεια και τη ζημία που υφίσταται ένα πρόσωπο ως αποτέλεσμα διάκρισης λόγω φύλου, κατά τρόπο αποτρεπτικό και ανάλογο προς την ζημία που το άτομο έχει υποστεί, το βάρος της αποδείξεως και την προώθηση της ίσης μεταχείρισης μέσω της εγκαθίδρυσης φορέων αρμόδιων για την ισότητα και του κοινωνικού διαλόγου μεταξύ των κοινωνικών εταίρων. Τέλος η οδηγία 2006/54 περιλαμβάνεται σαφής πρόνοια για θετικές δράσεις εκ μέρους των κρατών μελών, δηλαδή τη δυνατότητα που έχουν τα κράτη μέλη να διατηρούν ή να θεσπίζουν μέτρα για να εξασφαλίσουν εμπράκτως πλήρη ισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών στην επαγγελματική ζωή. Τα μέτρα θα πρέπει να ενθαρρύνουν την συμμετοχή των γυναικών στα διάφορα επαγγέλματα, ιδιαίτερα στους τομείς εργασίας που οι γυναίκες δεν αντιπροσωπεύονται επαρκώς. Ένα από αυτά τα μέτρα είναι η θέση στοχεύσεων ή ακόμα και ποσοστώσεων για την πρόσληψη και προαγωγή, η οποία όμως θα πρέπει να είναι ανάλογη με το στόχο που επιδιώκεται.

Ας έλθουμε όμως τώρα στο δεύτερο θέμα, αυτό του Χάρτη Πορείας για την ισότητα ανδρών και γυναικών για την περίοδο 2006-2010. Ο έν λόγω Χάρτης υιοθετήθηκε το Μάρτιο του 2006 και στόχο έχει να συμβάλει στην προώθηση του προγράμματος για την ισότητα μεταξύ γυναικών και ανδρών. Ο Χάρτης καθορίζει έξι τομείς προτεραιότητας στη δράση της ΕΕ. Για κάθε τομέα ο χάρτης προσδιορίζει τους στόχους και τις ενέργειες προτεραιότητας. Ο χάρτης πορείας τονίζει την ανάγκη βελτίωσης της διακυβέρνησης και επιβεβαιώνει τη διττή προσέγγιση της ισότητας των φύλων που βασίζεται στην ενσωμάτωση της διάστασης του φύλου (προώθηση της ισότητας των φύλων σε όλους τους τομείς και τις δραστηριότητες των πολιτικών) και στη λήψη ειδικών μέτρων. Το ευρωπαϊκό σύμφωνο για την ισότητα των φύλων που υιοθετήθηκε από το εαρινό Ευρωπαϊκό Συμβούλιο το 2006, ενθαρρύνει επίσης τα κράτη μέλη να βελτιώσουν την ενσωμάτωση της διάστασης του φύλου.

Οι έξι τομείς προτεραιότητας του Χάρτη Πορείας είναι:
1. Επίτευξη της οικονομικής ανεξαρτησίας επί ίσοις όροις για τις γυναίκες και τους άνδρες
2. Αρμονικός συνδυασμός ιδιωτικής και επαγγελματικής ζωής
3. Ίση εκπροσώπηση στη λήψη αποφάσεων
4. Εξάλειψη κάθε μορφής βίας βασισμένης στο φύλο
5. Εξάλειψη των στερεοτύπων φύλου
6. Προαγωγή της ισότητας στις εξωτερικές και αναπτυξιακές πολιτικές

Τέλος, θα ήθελα να δούμε μαζί τροχάδην τα στοιχεία που παρουσιάζει μια άλλη σημαντική έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την ισότητα ανδρών και γυναικών για το έτος 2009. Η έκθεση η οποία κυκλοφόρησε στις 3 Μαρτίου 2009 – επιβεβαιώνει ότι η απασχόληση των γυναικών στην ΕΕ βρίσκεται τώρα κοντά στο στόχο της Λισαβόνας για ποσοστό 60% έως το 2010, σημειώνοντας αύξηση από 51,1% το 1997 σε 58,3% το 2007. Εντούτοις, οι διαφορές μεταξύ των κρατών μελών είναι μεγάλες, με τα ποσοστά να κυμαίνονται από 36,9% έως 73,2%. Στην Κύπρο το ποσοστό απασχόλησης των γυναικών ανέρχεται στο 62.4%, αρκετά ψηλότερο του μέσου όρου της ΕΕ.

Το ποσοστό των εργαζόμενων γυναικών μερικής απασχόλησης ήταν 31,2% το 2007, ήτοι τέσσερις φορές υψηλότερο σε σύγκριση με αυτό των ανδρών, πράγμα που επιβεβαιώνει ότι η άνιση συμμετοχή στις οικιακές και οικογενειακές ευθύνες αναγκάζει περισσότερες γυναίκες από ότι άνδρες να επιλέγουν την μερική απασχόληση. Στην περίπτωση της Κύπρου το εν λόγω ποσοστό ήταν 10.9%, δηλαδή αρκετά χαμηλότερο του μέσου όρου της ΕΕ. Αλλά αν συγκρίνουμε το ποσοστό απασχόλησης γυναικών και ανδρών οι οποίοι πρέπει να φροντίζουν παιδιά κάτω των 12, αυτή η διαφορά των φύλων σχεδόν διπλασιάζεται. Επίσης, το ποσοστό απασχόλησης των γυναικών μειώνεται κατά 12,4 μονάδες όταν έχουν παιδιά(στην Κύπρο μειώνεται κατά 5.2 μονάδες), αλλά αυξάνεται κατά 7,3 μονάδες για τους άνδρες με παιδιά (στην Κύπρο αυξάνεται κατά 7.1 μονάδες), γεγονός που αντικατοπτρίζει την άνιση συμμετοχή στις ευθύνες φροντίδας των παιδιών και την έλλειψη υποδομών φύλαξης παιδιών και πολιτικών εξισορρόπησης της εργασίας με την προσωπική ζωή. Γι’ αυτό το λόγο είναι αναγκαία η δημιουργία σε όλα τα κράτη μέλη μη δαπανηρών και ποιοτικών υποδομών φύλαξης παιδιών προκειμένου να δοθεί η δυνατότητα και στους δύο γονείς να συνδυάσουν την εργασία και την οικογενειακή ζωή.

Οι γυναίκες σημείωσαν επίσης πρόοδο και στην εκπαίδευση: αντιπροσώπευαν το 58,9% των πτυχιούχων πανεπιστημίου στην ΕΕ το 2006 (56,7% το 2004). Εντούτοις, οι διαφορές των φύλων συνεχίζουν να υφίστανται όσον αφορά τα πεδία των σπουδών, ιδίως όσον αφορά τις σπουδές μηχανικών (18% γυναίκες πτυχιούχοι) και την πληροφορική (20%), ενώ οι γυναίκες επικρατούν στις σπουδές επιχειρήσεων, διοίκησης και στις νομικές σπουδές (60%). Το υψηλό μορφωτικό επίπεδο των γυναικών δεν μεταφράζεται όμως, όπως θα έπρεπε, στις θέσεις εργασίας που κατέχουν στην αγορά εργασίας, με τον επαγγελματικό και τομεακό διαχωρισμό ως προς το φύλο να παραμένει σχεδόν αμετάβλητος στα περισσότερα κράτη μέλη.

Μία από τις συνέπειες του διαχωρισμού ως προς το φύλο στην αγορά εργασίας είναι το συνεχιζόμενο χάσμα των αμοιβών μεταξύ των φύλων (17,4% κατά μέσο όρο στην ΕΕ), εν μέρει λόγω του γεγονότος ότι οι γυναίκες συγκεντρώνονται σε θέσεις εργασίας χαμηλότερου κύρους σε σχέση με τους άνδρες. Αξίζει να σημειωθεί ότι το ποσοστό χάσματος αμοιβών στην Κύπρο είναι 23.1%, που αποτελεί το έκτο ψηλότερο στην ΕΕ. Λόγω του ότι οι γυναίκες είναι πιθανότερο να εργάζονται σε θέσεις μερικής απασχόλησης και να διακόπτουν τη σταδιοδρομία τους για οικογενειακούς λόγους, είναι πιθανό να αντιμετωπίζουν αρνητικές συνέπειες όσον αφορά τις αμοιβές, την εξέλιξη της σταδιοδρομίας τους και τα αποκτηθέντα συνταξιοδοτικά δικαιώματα. Αυτό επηρεάζει επίσης τον κίνδυνο φτώχειας που διατρέχουν, ιδίως όσον αφορά τις γυναίκες άνω των 65 ετών (το ποσοστό των ατόμων που βρίσκονται στο όριο της φτώχειας είναι 21%, ήτοι 5 μονάδες υψηλότερο σε σχέση με αυτό των ανδρών). Οι γυναίκες διατρέχουν επίσης μεγαλύτερο κίνδυνο σε περιόδους αύξησης της ανεργίας, δεδομένου ότι εργάζονται συχνότερα με καθεστώς συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε σχέση με τους άνδρες (15% σε σχέση με 13,9%).

Παρά το γεγονός ότι οι γυναίκες υπερτερούν των ανδρών στους αποφοίτους πανεπιστημίων και αυξάνεται η συμμετοχή τους στην αγορά εργασίας, η συμμετοχή τους σε θέσεις λήψεως αποφάσεων τόσο στον οικονομικό όσο και στον πολιτικό τομέα παραμένει απογοητευτικά χαμηλή. Για παράδειγμα το ποσοστό των γυναικών που ηγούνται επιχειρήσεων σε επίπεδο ΕΕ είναι 32.3% ενώ η Κύπρος έχει το χαμηλότερο ποσοστό, με 9.7%. Σε επίπεδο ΕΕ δεν υπάρχουν γυναίκες Διοικητές των εθνικών Κεντρικών Τραπεζών, ενώ οι γυναίκες αντιπροσωπεύουν μόνο το 16% των ανώτερων φορέων λήψης αποφάσεων των εν λόγω ιδρυμάτων. Στην περίπτωση της Κύπρου δεν υπάρχει ούτε μία γυναίκα στο διοικητικό συμβούλιο της Κεντρικής Τράπεζας.

Παρόλο ότι σημειώθηκαν στις περισσότερες χώρες της ΕΕ σημειώθηκαν αρκετές θετικές εξελίξεις κατά την τελευταία δεκαετία όσο αφορά τη συμμετοχή των γυναικών στην πολιτική, η πρόοδος παραμένει απογοητευτικά αργή και οι συνολικοί αριθμοί παραμένουν χαμηλοί. Ο μέσος όρος των γυναικών που είναι μέλη των εθνικών κοινοβουλίων αυξήθηκε από 16% σε 24% μεταξύ 1997 και 2008, αλλά τα ποσοστά σε εθνικό επίπεδο κυμαίνονται από 9% έως 46%. Έντεκα κράτη μέλη υπερβαίνουν το 30%, με την Σουηδία με 46% να έχει το ψηλότερο ποσοστό από τα κράτη μέλη. Στην Κύπρο δυστυχώς το ποσοστό παραμένει χαμηλό, 16%, ένα από τα χαμηλότερα μεταξύ των εταίρων μας. Είναι πολύ ενθαρρυντικό το γεγονός ότι η Κύπρος περιλαμβάνεται μεταξύ των επτά χωρών μελών που τα ποσοστά των γυναικών στα εθνικά κοινοβούλια έχει υπερδιπλασιαστεί τα τελευταία δέκα χρόνια. Αυτό είναι μια θετική εξέλιξη, όμως έχουμε ακόμα πολλούς αγώνες να διεξάγουμε μέχρις ότου να πετύχουμε τα καταπληκτικά ποσοστά συμμετοχής που κέρδισαν με τους αγώνες τους γυναίκες σε άλλες χώρες μέλη της ΕΕ. Είναι επίσης μια πολύ θετική εξέλιξη ότι σήμερα δύο από τα πολιτικά κόμματα της Κύπρου έχουν γυναίκες στο πηδάλιο. Ελπίζω και εύχομαι ο ανδροκρατούμενος πολιτικός κόσμος της Κύπρου να προβεί σε εκείνες τις αναγκαίες υπερβάσεις, θετικές ενέργειες και πολιτικές ούτως ώστε να προωθηθεί η ανέλιξη των γυναικών της Κύπρου τόσο στο Κοινοβούλιο όσο και στην ιεραρχία των πολιτικών κομμάτων.

Στο επίπεδο συμμετοχής γυναικών στις εθνικές κυβερνήσεις, η κατάσταση απέχει πολύ από του να είναι ικανοποιητική. Σε επίπεδο των 27 κρατών μελών ένας στους τέσσερις ανώτερους στην ιεραρχία υπουργούς είναι γυναίκα, αλλά τα ποσοστά μεταξύ των κρατών μελών κυμαίνονται από το μηδέν έως το 60%. Η Κύπρος έχει την τρίτη χειρότερη θέση στον κατάλογο, με μόνο 8% συμμετοχή των γυναικών στο Υπουργικό Συμβούλιο, ενώ η Μάλτα έχει 0% και η Σλοβακία 6%. Τα πρωτεία κατέχει η Φινλανδία με 60% ενώ τη δεύτερη καλύτερη θέση έχει η Ισπανία με 50%.

Ελπίζω να μη σας κούρασα με την αναφορά μου σε τόσα στοιχεία και στατιστικές. Όμως το θεώρησα απαραίτητο γιατί θα πρέπει πιστεύω να συνειδητοποιήσουμε όλες την κατάσταση που επικρατεί στον τόπο μας και να τη δούμε μέσα στο ευρύτερο ευρωπαϊκό πλαίσιο. Είναι γεγονός ότι η ανισότητα μεταξύ των δύο φύλων κυριαρχεί παγκόσμια, αλλά και στα πλαίσια της ΕΕ. Όμως η κατάλληλη νομοθεσία υπάρχει και θωρακίζει τουλάχιστο νομικά τις γυναίκες ενάντια στις διακρίσεις και την ανισότητα. Αυτό που στις περισσότερες χώρες μέλη της ΕΕ απουσιάζει είναι η πολιτική βούληση των ανδροκρατούμενων κυβερνήσεων να εφαρμόσουν τη νομοθεσία και να προβούν σε εκείνες τις διορθωτικές θετικές ενέργειες που βοηθήσουν στην πλήρη εξάλειψη στην πράξη όλων των ανισοτήτων και να ανεβάσουν την γυναίκα εκεί που δικαιωματικά της αξίζει, δηλαδή στο 50% της συμμετοχής στις θέσεις λήψεως αποφάσεων σε όλο το φάσμα της πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης των χωρών τους. Όσο αφορά την Κύπρο ο αγώνας είναι ακόμα πιο δύσκολος και θα πρέπει όλες να εργαστούμε μέχρι την πραγμάτωση της πλήρους ισότητας. Είναι πιστεύω ώρα να αναλάβουμε πιο δραστικές πρωτοβουλίες αν θέλουμε αυτό το όνειρο, αυτός ο στόχος να γίνουν πραγματικότητα.

Η γενιά μας θα πρέπει να ανταποκριθεί σε αυτή την πρόκληση. Ασφαλώς έχουμε επιτύχει πολλά τόσο σε επίπεδο ΕΕ, όσο και στο επίπεδο της ίδιας μας της πατρίδας. Όμως το μέτρο της επιτυχίας μας θα εξαρτηθεί από την βούληση όλων μας, αλλά ιδιαίτερα αυτών που βρίσκονται στις θέσεις λήψεως αποφάσεων, για να εκπληρώσουμε αυτή την υπόσχεση.

Σας ευχαριστώ και είμαι στη διάθεση σας για οποιεσδήποτε ερωτήσεις ή παρατηρήσεις.

-------------------------------------------------

Speech (in Greek) at the Seminar organized by OPEK-IKME n Security and Guarantees in the context of the solution of the Cyprus Problem

ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΤΗΣ ΕΡΑΤΩΣ ΚΟΖΑΚΟΥ ΜΑΡΚΟΥΛΛΗ, ΤΕΩΣ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΣΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΠΟΥ ΔΙΟΡΓΑΝΩΣΕ Ο ΟΠΕΚ ΚΑΙ ΤΟ ΙΚΜΕ ΜΕ ΘΕΜΑ: “ΑΣΦΑΛΕΙΑ ΚΑΙ ΕΓΓΥΗΣΕΙΣ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΤΟΥ ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ”, ΔΕΥΤΕΡΑ 13 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2009
Θα ήθελα προτού αρχίσουμε την αποψινή μας συζήτηση να αναφερθώ σε ένα θέμα για το οποίο αισθάνομαι πολύ έντονα, αυτό δηλαδή της προετοιμασίας του λαού, ΕΚ και ΤΚ, για την λύση που επιδιώκουμε. Τολμώ να πω ότι όλα αυτά τα χρόνια δεν έγινε τίποτα προς αυτή την κατεύθυνση, με αποτέλεσμα η δυσπιστία να παραμένει και μάλιστα να γίνεται με το χρόνο βαθύτερη. Τα αναφέρω αυτά γιατί έχουν σχέση και με το θέμα της συζήτησης μας απόψε. Το θέμα ιδιαίτερα της ασφάλειας και πως αισθάνεται η μια κοινότητα έναντι της άλλης, τι φόβους και τι ανησυχίες έχει. Αν όλα αυτά δεν συζητηθούν και σε επίπεδο κοινωνίας των πολιτών, πολιτικών, ακαδημαϊκών, επιχειρηματιών κ.λπ., πολύ φοβάμαι ότι οι φόβοι και οι ανησυχίες που υπάρχουν, δικαιολογημένες ή μη, θα αποτελέσουν τεράστιο εμπόδιο στην επίτευξη συμφωνίας στο θέμα της ασφάλειας και των εγγυήσεων. Είναι γι’ αυτό που θα ήθελα να συγχαρώ τον Όμιλο Προβληματισμού για τον Εκσυγχρονισμό της Κοινωνίας και το Ίδρυμα Κοινωνικοπολιτικών Μελετών για την πρωτοβουλία τους να διεξαχθεί απόψε αυτή η συζήτηση. Όμως, πιστεύω ότι είναι καιρός στις συζητήσεις αυτού του είδους να συμμετέχουν και ΤΚ για να προσπαθήσουμε να κτίσουμε γέφυρες και να διασκεδάσουμε τους όποιους φόβους, καχυποψίες και ανησυχίες υπάρχουν στις δύο κοινότητες.

Στο θέμα της συζήτησης μας όμως τώρα. Με την Ασφάλεια εννοούμε τόσο την προστασία του ίδιου του κράτους από εξωτερικούς κινδύνους και απειλές, ιδιαίτερα αν αυτό ιδωθεί κάτω από τις συνθήκες πλήρους αποστρατικοποίησης του νησιού που είναι και ο στόχος μας, όσο και την ασφάλεια των πολιτών, δηλαδή την εξάλειψη των φόβων που υπάρχουν στις δύο κοινότητες για την ασφάλεια τους στα πλαίσια μιας λύσης. Η έννοια των εγγυήσεων είναι εξίσου ευρεία και αφορά τόσο την εγγύηση εφαρμογής της λύσης σε όλες τις παραμέτρους της, όσο και την εγγύηση της ανεξαρτησίας, εδαφικής ακεραιότητας και κυριαρχίας της Ομόσπονδης Κύπρου.

Ας δούμε όμως πιο αναλυτικά τί θα πρέπει να καλύπτουν οι πιο πάνω θεματικές ενότητες:

1.Το πρώτο θέμα που θα εξετάσουμε είναι με ποιό τρόπο διασφαλίζεται η εφαρμογή της λύσης;

Τί είδους δηλαδή εγγυήσεις θα συμφωνηθούν οι οποίες θα έχουν ως στόχο την παρακολούθηση της εφαρμογής και την διασφάλιση ότι οι πρόνοιες της λύσης και τα χρονοδιαγράμματα εφαρμογής των διαφόρων πτυχών της λύσης θα υλοποιηθούν. Και εδώ θα πρέπει να λεχθεί ότι στόχος μας θα πρέπει να είναι η σύντμηση των χρονοδιαγραμμάτων στο ελάχιστο, ούτως ώστε όλες οι πτυχές της λύσης να εφαρμοστούν το αργότερο μέσα σε διάστημα που να μην ξεπερνά τα πέντε χρόνια. Είναι γνωστό ότι ένα από τα προβλήματα του Σχεδίου Ανάν, που οδήγησε τελικά στην συντριπτική απόρριψη του από την μεγάλη πλειοψηφία των Ελληνοκυπρίων, ήταν το γεγονός ότι όχι μόνο διατηρείτο η εσαεί παρουσία και επιρροή της Τουρκίας στα του νέου ομοσπονδιακού κράτους, αλλά και επιπρόσθετα δεν υπήρχε καμία διασφάλιση εφαρμογής της λύσης σε όλους τους καίριας σημασίας τομείς που προέβλεπαν τα πολύ μακρά (μέχρι και 19 χρόνια) χρονοδιαγράμματα υλοποίησης, π.χ. της αποχώρησης των τουρκικών στρατευμάτων, των εδαφικών αναπροσαρμογών, της επιστροφής των εκτοπισμένων, της αποκατάστασης περιουσιών, της αποστρατικοποίησης κ.λπ. Δεν υπήρχε δε πουθενά απάντηση στο ερώτημα τί θα συνέβαινε σε περίπτωση που η προβλεπόμενη στο σχέδιο διευθέτηση κατέρρεε, είτε λόγω μη συνεργασίας ενός των μερών, είτε λόγω εγγενών προβλημάτων λειτουργικότητας της λύσης. Δεν υπήρχε πουθενά ασφαλιστική δικλείδα ότι το κράτος που θα εγκαθιδρυόταν δεν θα παρέλυε και ότι δεν θα καταλήγαμε με τον ένα ή άλλο τρόπο σε μια παγίωση της διχοτόμησης.

Σε αντίθεση, στις πλείστες ειρηνευτικές συμφωνίες που αφορούν άλλα διεθνή προβλήματα υπάρχουν συγκεκριμένες εγγυήσεις κυρίως εκ μέρους του Συμβουλίου Ασφαλείας των Η.Ε., δρώντας κάτω από το Κεφάλαιο VII του Χάρτη, ότι οι πρόνοιες των συγκεκριμένων συμφωνιών θα εφαρμοστούν, π.χ. όπως έγινε στις περιπτώσεις της Βοσνίας Ερζεγοβίνης μετά την επίτευξη των συμφωνιών του Ντέϋτον, στην περίπτωση της ανεξαρτησίας του Ανατολικού Τιμόρ, την συμφωνία για τη διευθέτηση των προβλημάτων στο Σουδάν, στην Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, στην Αϊτή κ.α.

Είναι γι’ αυτό που κρίνουμε απαραίτητο το θέμα αυτό να τύχει ικανοποιητικής και αποτελεσματικής διευθέτησης. Είμαστε της άποψης ότι στα πλαίσια της εγκαθίδρυσης ισχυρής ειρηνευτικής δύναμης των Η.Ε. στο νησί, μεταξύ των όρων εντολής της θα πρέπει να είναι και η παρακολούθηση και εγγύηση της εφαρμογής όλων των προνοιών της λύσης και η συμμόρφωση των μερών προς τις δεσμεύσεις που θα έχουν αναλάβει. Η εντολή αυτή του Συμβουλίου Ασφαλείας θα πρέπει να τεθεί κάτω από το Κεφάλαιο VII του Χάρτη ούτως ώστε σε περίπτωση μη συμμόρφωσης το Συμβούλιο Ασφαλείας να είναι εξουσιοδοτημένο να αναλάβει δράση, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Χάρτη, για να εξαναγκασθεί το μέρος που δεν συνεργάζεται σε συμμόρφωση.

Θα πρέπει κατά την άποψη μου να αρχίσουν από τώρα οι διαβουλεύσεις με τα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας για να καλλιεργηθεί έγκαιρα η θέση ότι είναι αναγκαίο να υιοθετηθεί ψήφισμα κάτω από το Κεφάλαιο VII του Χάρτη που να εγγυάται την εφαρμογή της λύσης. Το γεγονός ότι η Τουρκία θα παραμείνει μη μόνιμο μέλος του Σ.Α. μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου του 2010 δεν είναι σίγουρα βοηθητικό, γιατί προφανώς ως μέλος θα έχει την πλήρη ευχέρεια να προωθήσει τις θέσεις της μεταξύ των μελών του ΣΑ, όμως αυτό θα πρέπει να ενισχύσει την αποφασιστικότητα μας για υπερδιπλασιασμό των προσπαθειών μας ούτως ώστε να πείσουμε το Σ,Α. ως προς τις θέσεις και τα επιχειρήματα μας.

2. Στη συνέχεια θα εξετάσουμε το θέμα της διατήρησης ή μη των Συνθηκών Εγγυήσεως και Συμμαχίας του 1960 και των λεγόμενων επεμβατικών δικαιωμάτων των εγγυητριών δυνάμεων. Αυτό συνδέεται και με το ευρύτερο θέμα της εγγύησης της ανεξαρτησίας, εδαφικής ακεραιότητας και κυριαρχίας της αποστρατικοποιημένης Κύπρου καθώς και της ασφάλειας και της άμυνας της.

Οι Συνθήκες Εγγυήσεως και Συμμαχίας του 1960 αποτελούν ένα σκοτεινό κατάλοιπο μιας αποικιοκρατικής προσέγγισης πραγμάτων που δεν χωρεί στην σημερινή εποχή του 21ου αιώνα, ιδιαίτερα με την Κύπρο να είναι μέλος της ΕΕ. Έχοντας εγγενή προβλήματα, ιδιαίτερα όσο αφορά την δυνατότητα επεμβάσεων των τριών εγγυητριών δυνάμεων και της στρατιωτικής τους παρουσίας στο νησί, οι Συνθήκες απέτυχαν παταγωδώς να διασφαλίσουν την ανεξαρτησία, εδαφική ακεραιότητα και την κυριαρχία της Κυπριακής Δημοκρατίας. Τουναντίον συνέβαλαν στον de facto διαμελισμό της Κύπρου και τη διαίρεση του λαού της και στην προώθηση και στήριξη αποσχιστικών ενεργειών που δυναμιτίζουν την ενότητα του κράτους. Η Ελληνική Χούντα με τις διαχρονικές παρεμβάσεις της αλλά κυρίως με το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 1974, παραβίασε τις δεσμεύσεις που είχε αναλάβει η Ελλάδα ως εγγυήτρια δύναμη και προσπάθησε να ανατρέψει παράνομα την δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η Τουρκία, η άλλη εγγυήτρια δύναμη, που για χρόνια καραδοκούσε, άδραξε την ευκαιρία και διαστρεβλώνοντας τις διατάξεις της Συνθήκης Εγγυήσεως για μονομερή επέμβαση, ως εάν δηλαδή να προβλεπόταν στρατιωτική επέμβαση, κάτι που σαφώς απαγορεύεται από το Χάρτη των Η.Ε., υλοποίησε τα μακροχρόνια επεκτατικά σχέδια της για εισβολή και στρατιωτική κατοχή εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας, παραβιάζοντας και αυτή τις δεσμεύσεις της και συνεχίζοντας μέχρι σήμερα να τις παραβιάζει με την κατοχή και την στήριξη των παράνομων αποσχιστικών ενεργειών των ΤΚ. Το Ηνωμένο Βασίλειο από την άλλη, η τρίτη των εγγυητριών δυνάμεων, έμεινε αδρανής συνεργώντας έτσι στην διάπραξη και συντήρηση του εγκλήματος μέχρι σήμερα. Είναι γι’ αυτό που οποιοδήποτε σύστημα εγγυήσεως υιοθετηθεί στα πλαίσια της λύσης, θα πρέπει απαραίτητα να μην περιλαμβάνει τις τρεις εγγυήτριες δυνάμεις του 1960.

Εδώ θα πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι η Κυπριακή Δημοκρατία εντάχθηκε το 2004 στην ΕΕ με όλο της το έδαφος και οποιαδήποτε τυχόν μελλοντική απειλή εναντίον της ή παραβίαση της εδαφικής της ακεραιότητας θα θεωρηθεί ως απειλή και παραβίαση του εδάφους της ίδιας της ΕΕ. Είναι γνωστό ότι δεν υπάρχει μόνιμος Ευρωπαϊκός στρατός για αποτροπή και αντιμετώπιση τέτοιων απειλών, όμως υπάρχουν άλλοι μηχανισμοί της ΕΕ στα πλαίσια της κοινοτικής αλληλεγγύης που θα μπορούσαν να τεθούν σε εφαρμογή για την αποτροπή της οποιασδήποτε εξωτερικής απειλής ή επέμβασης.

Αξίζει να αναφερθεί ότι στις 25 Μαρτίου 2004 υιοθετήθηκε εκ μέρους των Αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων της ΕΕ διακήρυξη με την οποία εκφράζεται η αλληλεγγύη των κρατών μελών και η αρωγή τους με κάθε τρόπο, ακόμα και με στρατιωτικά μέσα, σε περίπτωση που κράτος μέλος δεχθεί τρομοκρατική επίθεση. Η Συνθήκη της Λισαβόνας προβλέπει μια πιο ενισχυμένη αναφορά στην κοινοτική αλληλεγγύη που περιλαμβάνει όχι μόνο περιπτώσεις τρομοκρατικών επιθέσεων αλλά και άλλων φυσικών ή ανθρωπογενών καταστροφών σε κράτος μέλος.

Εδώ θα πρέπει να πούμε δύο λόγια και για την άμυνα μιας αποστρατικοποιημένης Κύπρου. Άποψη μου είναι ότι θα πρέπει να επιμείνουμε στην πλήρη αποστρατικοποίηση. Όμως στα πλαίσια της αντιμετώπισης των νέων προκλήσεων και απειλών που καλείται κάθε κράτος να αντιμετωπίσει στο σύγχρονο περιβάλλον ασφάλειας, όπως η τρομοκρατία, η λαθρομετανάστευση, η παράνομη διακίνηση ναρκωτικών και όπλων, το οργανωμένο έγκλημα κ.α., θα πρέπει πιστεύω να διατηρηθεί στη επανενωμένη Κύπρο μια ισχυρή ομοσπονδιακή αστυνομία και ένοπλη ακτοφυλακή με ικανότητες επιτήρησης των ακτών καθώς και αποτελεσματικής έρευνας και διάσωσης σε συνεργασία και με άλλες γειτονικές χώρες αλλά και εταίρους μας της ΕΕ. Με αυτό τον τρόπο, παρόλο ότι η Κύπρος δεν θα διατηρεί στρατό, θα μπορούσε να συμμετέχει ως κράτος μέλος και στους όποιους αμυντικούς σχεδιασμούς της ΕΕ.

3. Ας έλθουμε τώρα στο θέμα της εγκαθίδρυσης στην επανενωμένη Κύπρο μιας ισχυρής Ειρηνευτικής Δύναμης.

Με την αποστρατικοποίηση και την αποχώρηση των ελληνικών και τουρκικών στρατευμάτων από το νησί, η οποία θα πρέπει να γίνει ταυτόχρονα και να ολοκληρωθεί σε σύντομο χρονικό διάστημα, καθίσταται αναγκαίο να εγκαθιδρυθεί στην Κύπρο αμέσως μετά την λύση μια ισχυρή και πολυάριθμη σε μέγεθος Ειρηνευτική Δύναμη. Η νέα Ειρηνευτική Δύναμη θα πρέπει να έχει πολύ πιο ευρείς όρους εντολής που να καλύπτουν πρωταρχικά τον στρατιωτικό τομέα, δηλαδή την διατήρηση της ειρήνης και πρόληψη συγκρούσεων καθώς και την επιτήρηση και έλεγχο της διάλυσης της Εθνικής Φρουράς και των λεγόμενων ΤΚ δυνάμεων ασφαλείας και την πλήρη αποχώρηση του Ελληνικού αποσπάσματος και των τουρκικών κατοχικών στρατευμάτων με βάση τα χρονοδιαγράμματα που θα συμφωνηθούν. Θα πρέπει επίσης οι όροι εντολής να καλύπτουν και ένα ευρύ φάσμα λειτουργιών που θα έχουν σχέση με την οικοδόμηση της ειρήνης σε μια πολυεθνική ομόσπονδη Κύπρο, την διασφάλιση της υλοποίησης των μεγάλων και πολύπλοκων προγραμμάτων επανεγκατάστασης εκτοπισμένων, αποκατάστασης περιουσιών και της εξεύρεσης εναλλακτικών κατοικιών στους παρόντες χρήστες, της οικονομικής ανάπτυξης της ΤΚ περιοχής κ.λπ. Μια τέτοια Ειρηνευτική Δύναμη θα πρέπει πιστεύω να αναπτυχθεί, όπως ήδη προαναφέραμε, υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών κάτω από το Κεφάλαιο VII του Χάρτη, αλλά και με τη συμμετοχή αποσπασμάτων από την ΕΕ και τον ΟΑΣΕ. Ένας συνδυασμός μιας ισχυρής τόσο στρατιωτικής όσο και πολιτικής παρουσίας αποσπασμάτων από τους τρεις αυτούς οργανισμούς, που όμως δεν πρέπει να περιλαμβάνουν αποσπάσματα από καμία των τριών εγγυητριών δυνάμεων του 1960, είναι πιστεύω απαραίτητη για όσο χρόνο κρίνεται αναγκαία η παρουσία τους τόσο από τη διεθνή κοινότητα όσο και από τους ίδιους τους Κυπρίους.

4. Τέλος ας δούμε το θέμα της ασφάλειας από την άποψη της προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της συνταγματικής τάξης στην επανενωμένη Κύπρο, ένα θέμα που είναι πιστεύω ζωτικής σημασίας τόσο για τους ΕΚ όσο και για τους ΤΚ.

Εδώ θα πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι με την Συνθήκη του Άμστερνταμ έχουν εγκαθιδρυθεί μηχανισμοί για τη διασφάλιση ότι τα κράτη μέλη θα σέβονται και θα εφαρμόζουν στην επικράτεια τους τα βασικά ανθρώπινα δικαιώματα και τις δημοκρατικές αρχές. Το Άρθρο 6 διακηρύσσει ότι η Ένωση βασίζεται στις αρχές της “ελευθερίας, της δημοκρατίας, του σεβασμού των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών και του κράτους δικαίου”, αρχές οι οποίες είναι κοινές στα κράτη μέλη. Ακολούθως το Άρθρο 7 επαπειλεί με αναστολή των δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος ψήφου, εκείνου του κράτους μέλους που θα διαπιστωθεί ότι παραβιάζει σοβαρά και με διάρκεια τις αρχές του άρθρου 6. Με αυτό τον τρόπο οι πρόνοιες αυτές των συνθηκών μπορούν να λειτουργήσουν ως μια μη στρατιωτικής φύσεως ασπίδα και εγγύηση για τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και θεμελιωδών ελευθεριών σε όλο το έδαφος της επανενωμένης Κύπρου. Αυτό θα μπορούσε να δράσει καταλυτικά τόσο για τους ΕΚ που επιθυμούν την εγγύηση του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων τους και των ελευθεριών που προβλέπονται από τις Συνθήκες της ΕΕ σε όλο το έδαφος του κράτους, αλλά και για τους ΤΚ οι οποίοι όπως φαίνεται από δημοσκοπήσεις που έχουν διεξαχθεί, διατηρούν ακόμα ανησυχίες για επανάληψη των δικοινοτικών συγκρούσεων της δεκαετίας του 60. Βέβαια θα πρέπει να λεχθεί ότι μετά το άνοιγμα των οδοφραγμάτων δεν έχει παρατηρηθεί ούτε ένα επεισόδιο σύγκρουσης μεταξύ των δύο κοινοτήτων. Εξάλλου, το ότι στα πλαίσια της λύσης η Κύπρος θα αποστρατικοποιηθεί και θα εγκατασταθεί στο νησί μια ισχυρή ειρηνευτική δύναμη με ενισχυμένους όρους εντολής θα πρέπει να αμβλύνει τις ανησυχίες των ΤΚ. Όμως, χωρίς αμφιβολία το καλύτερο εχέγγυο ασφάλειας και για τις δύο κοινότητες παραμένει η ίδια η επανένωση της Κύπρου και του λαού της στα πλαίσια μιας λειτουργικής ομοσπονδίας με αποτελεσματική θωράκιση τις ίδιες τις αρχές στις οποίες εδράζεται η Ευρωπαϊκή Ένωση.


---------------------------------------------------------------

Opinion in the Cyprus Weekly 6-12 March 2009

Time to Prepare for Reunification
By Erato Kozakou-Marcoullis, former Minister of Foreign Affairs

What is needed, more than ever before, today that talks are under way to reunify the island, is a new approach towards our Turkish Cypriot compatriots, a reinforced rapprochement if you like, which should be carried out in a systematic and organized way. This new approach should aim at supporting the efforts of the leaders of the two communities for the solution of the Cyprus problem, but also at preparing the people and the society for the blessed day of reunification.

This preparation is urgently needed if, as we hope, we are to soon coexist and cooperate again within the same governmental, societal, economic and other structures and as citizens of a federal Cyprus, member of the EU. After nearly 35 years of separation it is not possible to achieve instantaneously such cooperation as it would be required for the effective functioning of a State with common institutions and economy and for the reunification of the people and the society.

This is why what is needed now, without waiting for the solution of the Cyprus problem to precede, is to look at these issues with steadfastness and determination, far from political or other expediencies and to initiate programs that would bring the two communities together. For this purpose, an “Organization for Reunification Projects” should be founded and be supported with contributions from the Cyprus Government, foundations, corporations, individuals, as well from countries and international organizations that wish to financially or otherwise support this effort.

As a start, I propose the following Reunification Projects:

1. Organize information programs in Greek and Turkish to explain the fundamentals of a federal system, through discussions, articles and lectures.
2. Living together and cooperating necessitates speaking and respecting each other’s language. Towards this end, Centers for the Teaching, free of charge, of the Greek and Turkish languages, should be established.
3. Launch an independent bicommunal TV channel which will be hosting discussions on issues of mutual interest or concern to both communities and presenting cultural, artistic, athletic and other forms of cooperation. Emphasis should be given to projects that promote the peaceful coexistence of the two communities.
4. Projects to bring closer GC and TC Youth and Women’s Organizations.
5. Projects of cooperation between elementary and secondary school pupils of both communities in the areas of art, music and sports.
6. Projects of cooperation in the medical field, e.g. through joint conferences and medical consultations.
7. Projects of cooperation on environmental issues, e.g.. recycling, tree-planting around the island, etc.
8. Projects of cooperation for charitable and other humanitarian purposes. The initiative of Mrs. Christofias and Mrs. Talat should be expanded to cover other categories of people in need.
9. Projects for strengthening cooperation between Trade Unions and Chambers of Commerce.

The above list is not exhaustive, but is provided as food for thought in the hope that we may soon be able to realize such projects and fulfill our vision for reunification.

Thursday, February 19, 2009

ΙΣΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΔΥΟ ΦΥΛΩΝ-ΚΑΙΡΟΣ ΓΙΑ ΑΛΛΑΓΗ

Στον τομέα της ανέλιξης των γυναικών και της επαγγελματικής και κοινωνικής τους ολοκλήρωσης έχουν γίνει πολλά τις τελευταίες δεκαετίες. Είδαμε γυναίκες σε αρκετές χώρες να παίρνουν τα ινία στην πολιτική ως Πρωθυπουργοί ή ως Πρόεδροι κρατών και να συναγωνίζονται τους άνδρες ηγέτες ισάξια και αποτελεσματικά. Σήμερα κυβερνούν έξι γυναίκες σε θέσεις Πρωθυπουργών και οκτώ σε θέσεις Προέδρων. Υπάρχουν επίσης σήμερα 27 γυναίκες Υπουργοί Εξωτερικών. Στον δε τομέα της επιστήμης έχουμε δει γυναίκες να βραβεύονται για τα επιστημονικά τους επιτεύγματα με το Νομπέλ Χημείας, Φυσιολογίας και Ιατρικής, τομείς στους οποίους κυριαρχούν ακόμα, ως επί το πλείστον, οι άντρες.

Στην Κύπρο έχουν γίνει πραγματικά άλματα από την ανεξαρτησία μέχρι σήμερα. Η Κύπρια γυναίκα έχει συμβάλει τα μέγιστα στην κοινωνική και οικονομική πρόοδο της χώρας μας και έχει στηρίξει με την εργατικότητα και αποτελεσματικότητα της την προσπάθεια του Κυπριακού κράτους και του λαού να επιβιώσει και να αντιμετωπίσει το βαρύ κοινωνικοοικονομικό πλήγμα που υπέστη με την τουρκική εισβολή του 1974. Η Κύπρια του σήμερα μπορεί να είναι περήφανη γιατί παρόλη την προσφυγιά και την οικονομική κρίση που μάστιζε τον τόπο, κατόρθωσε μαζί με τους άνδρες πολίτες της Δημοκρατίας να ανοικοδομήσουν την πατρίδα μας και να ανελιχθούν μέσα από αυτή την τιτάνια προσπάθεια. Όμως, παρόλα αυτά, η ανισότητα μεταξύ των δύο φύλων παραμένει και μας καθηλώνει στα πιο χαμηλά επίπεδα της ΕΕ.

Σε έκθεση της για την ισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών της ΕΕ για το έτος 2008, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρουσιάζει σημαντικά στοιχεία που καλύπτουν τόσο το μέσο όρο της ΕΕ όσο και κάθε χώρα μέλος ξεχωριστά. Πιστεύω θα ήταν χρήσιμο να δούμε πού και πώς κατατάσσεται η Κύπρος, σε ποιούς τομείς υστερεί και σε ποιούς τυχόν υπερτερεί του μέσου όρου της ΕΕ αλλά και σε σύγκριση με τους άλλους εταίρους της.

Όσο αφορά την συμμετοχή των γυναικών στην απασχόληση, η Κύπρος έχει συγκριτικά με τους εταίρους της ένα μεγάλο ποσοστό συμμετοχής γυναικών ηλικίας 15-64 ετών στην εργασία. Συγκεκριμένα, ενώ ο μέσος όρος της ΕΕ βρίσκεται στο 57.2 % και των ανδρών στο 71.6%, στην Κύπρο τα αντίστοιχα ποσοστά είναι 60.3% και 79.4%. Υπάρχουν βέβαια και χώρες μέλη όπως η Δανία και η Σουηδία όπου τα ποσοστά της συμμετοχής των γυναικών ξεπερνούν το 70%. Παρόλη τη θετική για την Κύπρο εικόνα, από τα ίδια στοιχεία προκύπτει ότι το χάσμα μεταξύ των φύλων είναι μεγαλύτερο στην Κύπρο από ότι στο μέσο όρο της ΕΕ.

Θετικό επίσης αποτελεί το γεγονός ότι η Κύπρος έχει ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά ανεργίας μεταξύ των γυναικών άνω των 15 ετών, με ποσοστό 5.4 % ανεργίας, συγκρινόμενο με το 9.0 % που αποτελεί τον μέσο όρο της ΕΕ και το 14.9 % στην Πολωνία που έχει το ψηλότερο ποσοστό ανάμεσα στις χώρες μέλη της ΕΕ. Όσο αφορά το χάσμα μεταξύ των ποσοστών ανεργίας των δύο φύλων η Κύπρος βρίσκεται στα επίπεδα του μέσου όρου της ΕΕ.

Ένας άλλος ενδιαφέρον δείκτης της ανισότητας είναι και το χάσμα που υπάρχει μεταξύ του μέσου ακαθάριστου εισοδήματος ανδρών και γυναικών ως ποσοστό του μέσου ακαθάριστου εισοδήματος των ανδρών. Ενώ ο μέσος όρος της ΕΕ είναι 15%, η Κύπρος έχει το δεύτερο ψηλότερο ποσοστό με 24 %. Επίσης οι γυναίκες εργαζόμενες της Κύπρου συμμετέχουν λιγότερο σε εκπαιδευτικά και επιμορφωτικά σεμινάρια σε σύγκριση με το μέσο όρο στην ΕΕ.

Εκεί όμως που η Κύπρος κατέχει μια από τις καλύτερες θέσεις στην ΕΕ είναι στο ποσοστό των γυναικών ηλικίας 20-24 ετών που έχουν ολοκληρώσει Λυκειακές σπουδές. Ενώ ο μέσος όρος της ΕΕ είναι 80.7 %, στην Κύπρο το ποσοστό φθάνει το 90.7. Τα ψηλά ποσοστά εκπαίδευσης αποτελούν ένα θετικό στοιχείο, όμως δεν μεταφράζονται, όπως θα έπρεπε, σε μια αποτελεσματική συμμετοχή των γυναικών στην οινωνικοοικονομική ανέλιξη. Αυτό το βλέπουμε καθαρά στα επίπεδα συμμετοχής γυναικών σε διευθυντικές θέσεις που παραμένουν σε απαράδεκτα χαμηλά επίπεδα. Για παράδειγμα ο μέσος όρος στην ΕΕ γυναικών σε διευθυντικές θέσεις είναι 32.6% ενώ των ανδρών 67.4%. Στην Κύπρο τα αντίστοιχα ποσοστά είναι16.1% και 83.9%. Στη Γαλλία, Πορτογαλία, Η.Β. και Εσθονία το ποσοστό ξεπερνά το 30% και στην Λετονία φθάνει το 40.7%.

Θα ήθελα όμως να αναφερθώ και σε μια άλλη σημαντική έκθεση που εξέδωσε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή όσο αφορά την κατάσταση που επικρατεί στις χώρες μέλη της ΕΕ σχετικά με τη συμμετοχή γυναικών και ανδρών σε θέσεις λήψεως αποφάσεων. Είναι πραγματικά λυπηρό ότι η Κύπρος περιλαμβάνεται σε μια μικρή ομάδα κρατών μελών με τα χαμηλότερα ποσοστά στη συμμετοχή γυναικών σε θέσεις λήψεως αποφάσεων, τόσο στον πολιτικό όσο και στον οικονομικό τομέα.

Στον τομέα της πολιτικής και λαμβάνοντας υπόψη τον μέσο όρο της ΕΕ, η συμμετοχή των γυναικών στα εθνικά κοινοβούλια βελτιώθηκε δραστικά την τελευταία δεκαετία, όμως βρίσκεται ακόμα σε πολύ χαμηλότερα επίπεδα του γενικώς αποδεκτού στόχου του 30 % συμμετοχής. Συγκεκριμένα, το εν λόγω ποσοστό έχει αυξηθεί από 16.3% το 1997 σε 23.6% το 2007, ενώ η κατάσταση όσο αφορά το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έχει βελτιωθεί ακόμη πιο εντυπωσιακά, με ποσοστό γυναικών 31.2% , σε σύγκριση με 17% το 1984. Η Κύπρος, βέβαια, δεν έχει καμία γυναίκα Ευρωβουλευτή, ενώ με ποσοστό 16% συμμετοχής γυναικών στη Βουλή των Αντιπροσώπων, βρίσκεται στην κατηγορία των εννέα χωρών μελών με τα χαμηλότερα ποσοστά. Αντίθετα, χώρες όπως η Σουηδία και η Φινλανδία έχουν επιτύχει ποσοστά συμμετοχής 47% και 42% αντίστοιχα, ενώ άλλες έξι χώρες μέλη έχουν ξεπεράσει το 30%. Θα πρέπει να παραδειγματιστούμε από τα επιτεύγματα αυτών των χωρών και να μελετήσουμε τους τρόπους με τους οποίους πέτυχαν αυτά τα καταπληκτικά ποσοστά συμμετοχής σε σύντομο χρονικό διάστημα και να δράσουμε ανάλογα.

Σήμερα η γυναίκα της Κύπρου και τα προσόντα διαθέτει και την αξία για να ανέλθει σε ψηλά αξιώματα, θα πρέπει όμως ο καθαρά ανδροκρατούμενος πολιτικός κόσμος της Κύπρου να προβεί στις αναγκαίες υπερβάσεις και με θετικές ενέργειες και πολιτικές να προωθήσει την εκλογή γυναικών στη Βουλή των Αντιπροσώπων αλλά και στην ιεραρχία των κομμάτων και το Ευρωκοινοβούλιο. Χώρες όπως το Βέλγιο, η Ισπανία, η Γερμανία, η Αυστρία, η Ολλανδία και όλες οι Σκανδιναβικές χώρες έχουν εισαγάγει, είτε με ειδική νομοθεσία είτε με απόφαση των πολιτικών κομμάτων, μεθόδους ποσοστώσεων στις βουλευτικές εκλογές και, ως αποτέλεσμα αυτής της θετικής ενέργειας, τα ποσοστά των γυναικών σε βουλευτικά αξιώματα έχει ξεπεράσει κατά πολύ το 30%, στην δε περίπτωση της Σουηδίας έχει σχεδόν αγγίξει την πλήρη ισότητα. Αξίζει επίσης να αναφερθεί ότι η Κύπρος δεν είχε ποτέ γυναίκα Πρόεδρο της Βουλής.

Όσον αφορά τη συμμετοχή γυναικών σε Υπουργικές θέσεις και πάλι η Κύπρος παρουσιάζει ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά απέχοντας κατά πολύ του μέσου όρου της ΕΕ. Ενώ από τις αρχές της 10ετίας του 1990 μέχρι σήμερα παρατηρούμε σε αρκετές χώρες μέλη μια τεράστια πρόοδο όσο αφορά τη συμμετοχή των γυναικών στις εθνικές κυβερνήσεις, στην Κύπρο τα ποσοστά παραμένουν απαράδεκτα χαμηλά, σήμερα μάλιστα το ποσοστό έχει μειωθεί από 18% σε 9% με το διορισμό μόνο μιας γυναίκας Υπουργού στην παρούσα κυβέρνηση.

Χώρες όπως η Φινλανδία, η Νορβηγία, η Σουηδία και η Ισπανία έχουν φθάσει αλλά και σε μερικές περιπτώσεις ξεπεράσει το 50% συμμετοχής γυναικών στις εθνικές κυβερνήσεις. Ο διορισμός γυναικών Υπουργών δίνει κατά την άποψη μου το στίγμα της προοδευτικότητας, της αποφασιστικότητας και της τόλμης ενός ηγέτη να αλλάξει απαρχαιωμένες νοοτροπίες που μαστίζουν την κοινωνία και που εμποδίζουν την γυναίκα να ανελιχθεί και να αξιοποιηθεί κατάλληλα. Ελπίζω αυτό να γίνει απόλυτα κατανοητό και στην Κύπρο και να δούμε δραστικές αλλαγές στο πολιτικοκοινωνικό σκηνικό με τη συμμετοχή περισσότερων γυναικών στην πολιτική ζωή. Αποτελεί κατά την άποψη μου ντροπή για μια χώρα μέλος της ΕΕ να συντηρεί και να διαιωνίζει αυτό το μοίρασμα αξιωμάτων μεταξύ του club των ανδρών. Όπως έγραψε πρόσφατα σε άρθρο της η Μάργκοτ Βάλστρομ, αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, “ είναι καιρός να σπάσουμε το ανδρικό μονοπώλιο στην πολιτική”. Είναι επιτέλους καιρός για αλλαγή.

Η ανισότητα μεταξύ των δύο φύλων κυριαρχεί σε παγκόσμιο επίπεδο. Όμως στην Κύπρο βρισκόμαστε πολύ πιο πίσω από άλλους εταίρους μας στην ΕΕ, ιδιαίτερα όσο αφορά τη συμμετοχή των γυναικών στη διαδικασία λήψεως αποφάσεων, πράγμα που παρεμποδίζει την αποτελεσματική συμμετοχή και αξιοποίηση τους σε όλο το φάσμα της πολιτικο-κοινωνικο-οικονομικής ανάπτυξης της χώρας μας. Οι γυναίκες της Κύπρου αποτελούν μέρος του αγώνα για ειρήνη και πρόοδο, θα πρέπει όμως να αποτελούν και αποφασιστικούς παράγοντες στη διαδικασία λήψης αποφάσεων για το πώς θα πετύχουμε αυτούς τους στόχους.

Έχουμε ήδη διανύσει ένα μακρύ δρόμο και ασφαλώς έχουμε πετύχει πολλά. Είναι όμως ώρα να αναλάβουμε δραστικές πρωτοβουλίες αν θέλουμε να δούμε την γυναίκα της Κύπρου να αξιοποιείται στο έπακρο προς όφελος της πλήρους ανάπτυξης της οικονομίας και της ευημερίας αυτού του τόπου. Η γενιά μας, άντρες και γυναίκες μαζί, θα πρέπει να ανταποκριθεί σε αυτή την πρόκληση. Όμως το μέτρο της επιτυχίας μας θα εξαρτηθεί από την βούληση όλων μας να εκπληρώσουμε αυτή την υπόσχεση για αλλαγή.

Wednesday, February 18, 2009


This is my first article in my blog. I will be expressing my views from time to time on a number of issues not only related to Cyprus but global issues as well. I have been dealing for over 30 years with the Cyprus question, initially as a diplomat and then as Minister of Foreign Affairs, that obviously my primary concern is the continuing division of Cyprus and the objective of its reunification. But, I also feel very strongly about other international issues, not necessarity of a political nature, that I will express my views on. I do not know how interesting or useful it will be for anyone to read my views, but I feel compelled to do it. I have a vast experience of international affairs and I think that sharing my perspective with other by posting my thoughts on this blog might be of some use if our aim is to have a better, more just and humane world. You will hear from me very soon.